σταυροκόπημα

σταυροκόπημα
και σταυροκόπι, το, Ν [σταυροκοπούμαι]
το να κάνει κανείς πολλές φορές το σημείο τού σταυρού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σταυροκόπημα — το και σταυροκόπι, το εκτέλεση του σημείου του σταυρού πολλές φορές: Η γιαγιά μου μόλις δει εικονοστάσι, αρχίζει το σταυροκόπημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σημείο — Μια από τις αρχικές έννοιες, στις οποίες βασίζεται η ευκλείδεια γεωμετρία· για τον Ευκλείδη το σ. ήταν κάτι, που «δεν είχε μέρη» («σημείον δ’ έστΐν ού μέρος ούδέν»), το αδιαίρετο στοιχείο (χωρίς διαστάσεις), το πρώτο συστατικό στοιχείο του χώρου …   Dictionary of Greek

  • σταυροκόπι — το, Ν βλ.σταυροκόπημα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”